- ὑπερτάτης
- ὑπέρupaárifem gen sg (attic epic ionic)ὑπέρτατοςuppermostfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
οντολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία 2. φρ. α) «οντολογικές επιστήμες» επιστήμες οι οποίες εξετάζουν τις πραγματικές σχέσεις τών αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. η φυσική, η ιστορία και η ψυχολογία β) «οντολογική απόδειξη τής ύπαρξης … Dictionary of Greek
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Σεβήρος — (Μarcus Αurelius Severus Alexander, Συρία 208 – 235 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (222 235 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Συρία και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όταν εξελέγη αυτοκράτορας ο εξάδελφός του Ηλιογάβαλος, ο οποίος τον υιοθέτησε. Παρ’ όλα αυτά, με την… … Dictionary of Greek
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
Ντουργκά — Θηλυκή ινδική θεότητα, της οποίας το όνομα σημαίνει «η Απρόσιτη». Η μορφή της είναι αποτέλεσμα συγχώνευσης διαφόρων παρόμοιων θεοτήτων, γι’ αυτό άλλωστε και η συμπεριφορά της είναι ασυνεπής· άλλοτε είναι αγαθή και ευεργετική και άλλοτε σκληρή και … Dictionary of Greek
ουροβόρος όφις — Φίδι που κουλουριάζεται και δαγκώνει την ουρά του. Ο ο.ο. λατρευόταν στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στη Φρυγία, ως έμβλημα της υπέρτατης δύναμης, της φρόνησης και της μυστηριακής γνώσης. Οι λάτρες του ονομάζονταν οφείτες και ήταν… … Dictionary of Greek